- αλήτης
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του Ηρακλή. Ο Α. κατέκτησε και τα Μέγαρα, αλλά η εκστρατεία του κατά της Αθήνας απέτυχε. Οι Κορίνθιοι τον τιμούσαν ως εθνικό τους ήρωα και λέγονταν από τους ποιητές Αλητίδες.
2. Γιος του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας, που σκοτώθηκε μαζί με τους γονείς του από τον Ορέστη.
3. Ήρωας της Καρθαγένης (περιοχή στη σημερινή Ισπανία), στην οποία λατρευόταν ως θεός. Ένας από τους τρεις λόφους της πόλης φέρει το όνομά του.
* * *ο (Α ἀλήτης) (θηλ. Ν -ήτισσα, Α -ῆτις)αυτός που περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, επαίτης, τυχοδιώκτης, κακοποιός, αγύρτηςνεοελλ.ο κακής διαγωγής άνθρωπος ή αυτός που ρέπει προς το κακόαρχ.1. αυτός που περιπλανιέται, που τριγυρνά εδώ κι εκεί2. ως επίθ. αγυρτικός, αλήτικος.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως ποιητική, που απαντά και στον Ηρόδοτο και σπανιότερα στους μεταγενέστερους πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» και επομένως η κυριολεκτική της σημασία είναι «πλάνης, περιπλανώμενος». Αρχικά η λ. ἀλήτης εχρησιμοποιείτο κυρίως ως χαρακτηρισμός για ζητιάνουςστην τραγωδία εξάλλου η λ. προσδιόριζε συχνά και εξόριστους. Από την αρχική αυτή χρήση τής λ. προήλθε πιθανότατα και η μειωτική της σημασία «αγύρτης, κακοποιός», που είναι γνωστή ήδη στην αρχαιότητα.ΠΑΡ. ἀλητεύω, ἀλητικὸς (νεοελλ. αλήτικος).ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλητόπαιδο].
Dictionary of Greek. 2013.